- κλεψίμι
- κλεψίμιό τό краденая вещь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλεψίμι — το το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίο, κλεψιμαίικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κλεψιμαῖος (πρβλ. αγρίμι < αγριμαίος)] … Dictionary of Greek
-ίμι — κατάλ. ουδ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από αρχ. τ. σε ιμαῑον, ουδ. τής κατάλ. ιμαῑος (πρβλ. κλοπ ιμαίος), δηλ. ίμι < ίμιο < ιμαιο (συνίζηση) < ίμαιον < ιμαῑον. Οι λ. σε ίμι είναι: αγρίμι, δεξίμι, θρασίμι, κλεψίμι, ψοφίμι … Dictionary of Greek
κλεψιμιό — κλεψιμιό, το και κλεψίμι, το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλεψιμαίικο: Στην Κατοχή πολλοί έτρωγαν κλεψίμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)